μετανάστρια

μετανάστρια
μετανάστρια
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετανάστρια — η (ΑΜ μετανάστρια) βλ. μετανάστης …   Dictionary of Greek

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • Γκίνσμπεργκ, Άλεν — (Allen Ginsberg, Νιου Τζέρσεϊ 1926 – 1997).Αμερικανός ποιητής. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν επίσης ποιητής και δάσκαλος, ενώ η μητέρα του, Ναόμι, την οποία θρήνησε σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του (Κάντις),ήταν Ρωσίδα μετανάστρια και ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκ, Ντοροθέα — (Dorothea Lange, Χόμποκεν, Ολλανδία 1895 – Μαρίν Κάουντι, Καλιφόρνια 1965). Αμερικανίδα φωτογράφος. Το 1917 αποφοίτησε από την παιδαγωγική σχολή της Νέας Υόρκης και τα δύο επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”